αὔλισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὔλισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
αὔλισμα τό, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. αὐλίζω (ΙΙ).
Σημασιολογία
1)Ὑλακή: Ἄγριο αὔλισμα κάνει ὁ σκύλλος. Τὸ σκυλλάκι πάει ’ς τὴ bόρτα τῆς σπηλα͜ιᾶς κιˬ ἀρχεύγει τὸ αὔλισμα (ἐκ παραμυθ.) Συνών. ἀλύχτημα, ἀλυχτισιˬά, ἀλυχτιˬά, αὐλισμός, βαβίλα, βάβισμα, βαβιξιˬά, βαγμονή, γάβγισμα. 2)Σφοδρὰ ἐπίπληξις: Τοῦ ’καμε αὔλισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA