ἀλάνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλάνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλάνι τό, ἀλάνιν Χίος ἀλάνι Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Κῶς Σῦρ.-Λεξ. Ἐλευθερουδ. ἀλά’ Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Λέσβ. Σάμ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. alan=δίοδος ἐντὸς δάσους.

Σημασιολογία

1)Μέρος ὕπαιθρον ἐκτεταμένον καὶ ἀπεριόριστον ἐντὸς πόλεως ἢ χωρίου χρησιμεῦον συνήθως ὡς μέρος συγκεντρώσεως ἢ μέρος παιδιῶν ἔνθ’ ἀν.: Ἔχει ἕνα χωράφι κ’ εἶναι ἁλάκερο ἀλάνι (ἔχει μεγάλην ἔκτασιν) Σῦρ. 2)Παιδίον τοῦ δρόμου, ἀλητόπαις Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πβ. ἀλάνης, ἀλανιˬαράκι, ἀλανιˬάρις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/