αὐλοκόπι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλοκόπι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
αὐλοκόπι τό, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. αὐλοκοπῶ.
Σημασιολογία
Αὐλοκόπημα, ὃ ἰδ.: Δὲ μ’ ἄφηκε τὸ αὐλοκόπ’ ἀπόψε νὰ βουλλώσω τὸ μάτι μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA