ἀλάρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλάρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλάρωτος ἐπίθ. Ἤπ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ.-(Νουμᾶς 204,6).

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ.*λαρωτὸς<λαρώνω.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ καθησυχάζων, ὁ μὴ παύων νὰ κλαυθμυρίζῃ, ἐπὶ νηπίου Ἤπ.: Παιδὶ ἀλάρωτο. β)Ὁ μὴ παύων νὰ λέγῃ, ὁ μὴ σιωπῶν, συνήθως ἐπὶ τοῦ στόματος ἢ τῆς γλώσσης Ἤπ.-(Νουμᾶς ἔνθ’ ἀν.): Αὐτὸς ἔχει ἀλάρωτο στόμα Ἤπ. Ἡ γλῶσσα τῆς γυναίκας του ἔκοφτε κ’ ἔρραφτε ἀλάρωτη (Νουμ. ἔνθ’ ἀν.) 2)Ἀνίατος, ἀθεράπευτος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ.: Ἀλάρωτον γιˬαρὰ (πληγὴ) Κοτύωρ. Συνών. ἄγιˬανος, ἄγιˬατος, ἀγιˬάτρευτος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/