ἁλατάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλατάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁλατάκι τό, σύνηθ. ἁλατάτσι Ἀθῆν. (παλαιότ.) ἁλατσάκι Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἁλάτι.
Σημασιολογία
Ὀλίγη, μικρὰ ποσότης ἅλατος ἔνθ’ ἀν.: Βάζει καὶ τ’ ἁλατάκι του, βάζει καὶ τὸ πιπεράκι του καὶ τρώει θαυμάσια σύνηθ. Ἕναν κουκκάκι ἁλατσάκι τὸ χρειάζουνταν ἀκόμα Ἀπύρανθ. || ᾎσμ. Κουκκάκι ἀλευράκι, | κουκκάκι πιπεράκι, | κουκκάκι ἁλατάκι (ᾄδεται τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τοῦ ἁγίου Θεοδώρου ὑπὸ παίδων περιερχομένων τὰς οἰκίας καὶ ζητούντων τὰ εἴδη ταῦτα, ἐξ ὧν παρασκευάζουν τὰ κοράσια τὴν ἁρμυρόπιττα) Κύθν. Τὸ ἀρσ. Ἁλατσάκις ἐπών. Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA