ἁλατήσιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλατήσιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁλατήσιˬος ἐπίθ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἁλάτι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ήσιος.
Σημασιολογία
Ὁ δι’ ἅλατος ταριχευμένος: Ἁλατήσιˬα πετσιˬὰ (ἐν τῇ βυρσοδεψικῇ τὰ ἐκ Κίνας εἰσαγόμενα δέρματα περιτυλιγμένα εἰς δέμα καὶ δι’ ἅλατος πεπασμένα ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ λεγόμενα ξερὰ πετσιˬά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA