ἄρια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄρια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄρια ἡ, Ἀπουλ. (Καλημ.) Ζάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
’Ιταλ. aria = μορφή, ἦθος, σχῆμα, ᾆσμ.
Σημασιολογία
1) ’Επηρμένον ὕφος, τόλμη, Κέρκ.: Σοῦ ἔχει μιˬὰν ἄρια! 2) 'Αήρ, ἄνεμος (διὰ τὴν σημασιολογικὴν ἐξέλιξιν πβ. καὶ ἀέρας) ’Απουλ. (Καλημ.) 3) Μελοποιημένον ᾀσμάτιον Ζάκ. Κέρκ. β) Μουσικὸς ἦχος Ζάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. 4) Ἐπίπληξις Κεφαλλ.: Πότε θ’ ἀκούσῃς τὴν ἄριά μου!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA