ἀσυμφώνητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυμφώνητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυμφώνητος ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (᾽Αμισ.) ἀσυφώνητος σύνηθ. ἀσυφώνετος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀσυμφώνιστος Πελοπν. (Μάν.) -Λεξ. Πρω.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συμφωνητὸς<συμφωνῶ.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος περὶ τοῦ ὁποίου δὲν ἔγινε συμφωνία κοιν. καὶ Πόντ. (᾽Αμισ. Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ὅλα τά 'χουμε συμφωνημένα καὶ μόνο τὸ λᾴδι ἔμεινε ἀσυμφώνητο σύνηθ. Δέσκαλος ἀσυφώνετος Πόντ. || Γνωμ. Τ᾽ ἀσυμφώνητο γλέντι καὶ τὸ καλύτερο Λεξ. Δημητρ. 2) Ὁ μὴ συμφωνήσας μετ᾽ ἄλλου σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ὅλοι συμφώνησαν κ᾿ ἕνας ἔμεινε ἀσυμφώνητος. Ἔπιˬασα δουλε͜ιὰ ἀσυμφώνητος σύνηθ. || Γνωμ. Τσιγκούνης ἀσυμφώνητος, Θεοῦ κατάρα Λεξ. Δημητρ. Ὅπο͜ιος μπαίνει ἀσυμφώνητος, φεύγει ἀπλήρωτος (μπαίνει=ἀναλαμβάνει ἐργασίαν) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 215, 559
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA