ἀσπροχειλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπροχειλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσπροχειλιˬάζω Μέγαρ. Μύκ. Χίος, Μετοχ. ἀσπρα’λιˬασμένος Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. χείλη.
Σημασιολογία
1) Ἀσπρίζουν τὰ χείλη μου ἀπὸ φόβον, πεῖναν ἢ ἄλλην αἰτίαν Μύκ. Χίος: Ἀπὸ τὴν πεῖνα ἀσπροχείλιˬασε τὸ παιδὶ Χίος. 2) Ἀσπρίζει τὸ στόμιόν μου, ἐπὶ τοῦ πυρωθέντος φούρνου Μέγαρ.: Κάη ὁ φοῦρνος, ἀσπροχείλιˬατε. Μετοχ. ἀσπρα'λιˬασμένος, ὁ ψηθεὶς εἰς φοῦρνον ἀνεπαρκῶς πυρωθέντα καὶ μὴ προσλαβὼν ρόδινον χρῶμα, ἐπὶ ἄρτου Σκῦρ.: Ἀσπρα᾿λιˬασμένο ψωμί. Συνών. ἀσπρογανιˬασμένος (ἰδ. ἀσπρογανιˬάζω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA