ἁλατοβάρελλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλατοβάρελλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁλατοβάρελλο τό, ἀμάρτ. ἁλατσοβάρελλο Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἁλάτι καὶ βαρέλλι. Περὶ τοῦ τονισμοῦ καὶ τῆς καταλ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,170 κἑξ. 179 κἑξ.
Σημασιολογία
Βαρέλλιον χρησιμοποιούμενον ὡς δοχεῖον ἅλατος. Συνών. ἁλατομέθηρο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA