ἁλατόμητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλατόμητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁλατόμητος ἐπίθ. Κύπρ. Χίος (Καρδάμ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀλατόμητος=ὁ μὴ λατομηθείς, σωθὲν οὐχὶ διὰ τῆς γλωσσικῆς παραδόσεως, ἀλλ’ εἰσελθὸν εἰς τὸν λόγον ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς φρ. «ὄρος ἀλατόμητον» τῆς ἐν τῇ ἀκολουθίᾳ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ἀκουομένης.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ ὑπὸ ποδὸς ἀνθρώπου πατηθείς, παρθενικός, ἐπὶ ὄρους ἢ δάσους ἔχοντος πυκνὰ καὶ ὑψηλὰ δένδρα Κύπρ.: Ἔπ-πεσα μέσα σ’ ἕναν ὄρος ἀλατόμητον ποῦ ’ὲν ἠμποροῦσα νὰ περάσω. 2)Ὁλόκληρος Χίος (Καρδάμ.): Εὐτὸς ἠμπορεῖ νὰ φὰ’ ἕνα βοῦν ἀλατόμητον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA