ἁλατοῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλατοῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἁλατοῦσα ἡ, Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἁλάτι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -οῦσα, περὶ ἧς ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 188.

Σημασιολογία

Γυνὴ ἀσχολουμένη ἐν ταῖς ἐργασίαις τῶν ἁλυκῶν εἴτε ἐξάγουσα εἴτε μεταφέρουσα ἅλας ἐκ τῆς ἁλυκῆς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/