ἁλάτωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλάτωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁλάτωμα τό, ἀμάρτ. ἁλάτσωμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἁλατώνω.

Σημασιολογία

Ἡ δι’ ἅλατος ἄρτυσις τροφῶν ἢ ἡ ταρίχευσις: Κάνεις τωνε δὰ τῶ φαγιˬῶ ἕναν ἁλάτσωμα! (δηλ. δὲν ἠξεύρεις νὰ τὰ ἁλατίσῃς ὅπως πρέπει). Ἐβαρέθηκά σας πλεˬὰ μετ’ αὐτὰ τ’ ἁλατσώματα, ἄλλος τὰ θέλ’ ἁρμυρεˬὰ κι ἄλλος ἀνάλατα! Πβ. ἁλάτισμα, ἁλατωμός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/