ἀλάφι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλάφι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλάφι τό, (ΙΙ) ἀμάρτ. ἀλάφ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Ἀραβοτουρκ. alef.
Σημασιολογία
Ξηρὸν χόρτον χρησιμεῦον ὡς τροφὴ ζῴων κατὰ τὸν χειμῶνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA