ἀλαφροκέφαλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλαφροκέφαλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλαφροκέφαλος ἐπίθ. ἐλαφροκέφαλος Λεξ. Ἠπίτ. ἀλαφροκέφαλος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἐλαφροκέφαλος. Πβ. Χρον. Μορ. Ρ 605 (ἔκδ. JSchmitt) «αὐτοὶ οἱ Φράγκοι ὅπου θωρεῖς πολλὰ εἶν’ θεληματάροι, | ὁμοίως κ’ ἐλαφροκέφαλοι, εἴ τι τοὺς δόξῃ κάμνου»

Σημασιολογία

Ἀλαφροκαύκαλος, ὃ ἰδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/