ἀσβὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσβὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀσβὸς ὁ, πολλαχ. ἄσβος Βιθυν. Ἤπ. Πελοπν. (Ἀχαΐα Ἦλ. Κόκκιν. Κορινθ. Κυνουρ. Μεσσ.) – Α. Καρκαβίτσ. Ζητιᾶν. 160 Ἀρχαιολόγ. 40 - Λεξ. Αἰν. Μπριγκ. Βλαστ. 420 Πρω. Δημητρ. ἄσβους Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.) γιˬάσβους Μακεδ. (Βλάστ. Βογατσ. Σιάτ.) ᾽ιˬάσβους Μακεδ. (Βλάστ) ἄσβιˬος Λεξ. Βλαστ. 420 ἀζὸς Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. ἄζος Λεξ. Κὶνδ. Λεγρ. Βλαστ. 420 χάζος Ἀττικ. ἐσβὸς Σ. Γρανίτσ. Ἄγρια καὶ ἥμερ. 42 ἔσβος Λευκ. Πελοπν (Ἀνδρίτσ. Ἀχαΐα Δημητσάν. Μεσσ. Παππούλ. Τριφυλ.) – Κ. Χατζοπ. Ἀννιὼ 73 ἔσβους Ἤπ. Στερελλ. (Κεφαλόβρ. Φθιῶτ.) ἕσγους Μακεδ. (Σισάν.) ἔζους Μακεδ. (Καστορ.) ὀσβὸς Πελοπν. (Μάν.) - Λεξ. Πρω.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἄσβος, ὃ παρὰ τῷ Μυρεψῷ. Ἰδ. Δουκ. ἐν λ. Πβ. καὶ Πουλλολογ. στ. 608 (ἔκδ. G. Wagner σ. 197) «σκουληκόασβε μὲ τὴν κάππαν». Περὶ τῆς λ. ἰδ. Μ. Στεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918/20) 72 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Τὸ θηλαστικὸν τρόχος ὁ κοινὸς (meles taxus) τῆς τάξεως τῶν ἀρκτιδῶν (urridae) πολλαχ.: Χάσι ἕναν κόπου νὰ πά νὰ ἰδῇς, τοὺ χάλασι οὑ ἄσβους τοὺ καλαμπό᾽; Στερελλ. (Αἰτωλ.) Βγάνει κἄτι ἀγριοφωνὲς σὰν τὸν ἄσβο Ἦλ. Ἕνα χαμώγελο ἔδωσε ὄψι ἔσβου᾽ς τὸ πρόσωπό του Κ. Χατζοπ. Ἀννιὼ 73 Σκαλώσανε᾽ς τοὺς γκρεμοὺς σὰν ἄσβοι Α. Καρκαβίτσ. Ἀρχαιολόγ. 40 || Φρ. Εἶναι σὰν ἀσβός (ἐπὶ παιδίου ζαρωμένου) Πελοπν. (Λάκων.) Φεύγει σὰν ἀσβὸς (τρεχᾶτος) αὐτόθ. Στόμα ἄσβος (ἐπὶ φλυάρου) Ἤπ:. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. Πελοπν. (Οἰν.), ὑπὸ δὲ τὸν τύπ. Γιˬάσβους (ἐπὶ νέου κυνηγοῦντος) Μακεδ. (Βλαστ.) Συνών. ἄρκαλος, ἀσβούνι. β) Τὸ δέρμα τοῦ τρόχου χρήσιμον πρὸς κατασκευὴν γουναρικῶν Ἀθῆν. κ.ἀ. 2) Τὸ ἀκανθότριχον ζῷον ὕστριξ ὁ λοφιοφόρος (hystrix cristata) τῆς τάξεως τῶν τρωκτικῶν (rodentia), ὅμοιον πρὸς τὸν ἀσβὸν καὶ τὸν ἀκανθόχοιρον Μακεδ. (Καστορ. Σισάν.) κ.ἀ.: Οὑ σκουντὸς οὑ Μήτρους γιρὸς σὰν τὴν πέτρα οἱ δέκα μέρις μαζώθ᾽κι σουρὸς σὰν ἔσγους (ἐκ διηγ.) Σισάν. || Παροιμ. Οὑ ἔζους bιρbιρίζιτι νὰ πάρ᾽ τὴν ἀχιλώνα (ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων) Καστορ. 3) Τὸ ἔντομον ρυγχίτης ὁ κωνικὸς (rhynchites conicus) τῆς τάξεως τῶν κολεοπτέρων (coleoptera) ἀμπελοφθόρον, ὁ τῶν ἀρχ. ἴξ, τοῦ ὁποίου ἡ κάμπη μέλαινα χνουδωτὴ Λεξ. Περίδ. Βυζ. Λεγρ. Μπριγκ. Βλαστ. 438. [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA