ἀποσκουπίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκουπίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσκουπίζω κοιν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σκουπίζω.

Σημασιολογία

Τελειώνω τὸ σκούπισμα, παύω νὰ σκουπίζω: Περιμένω ν᾽ ἀποσκουπίσῃς καὶ νὰ σοῦ πῶ κοιν. Δὲν ἀποσκούπισες ἀκόμης νά ’ρθῃς νὰ μ’ ἀιδάρῃς ἐπαέ; (. . . νὰ μὲ βοηθήσῃς) Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/