ἀσυχώρετος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυχώρετος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυχώρετος ἐπίθ. ἀσυχ-χώρητος Κύπρ. ἀσυκχώρητος Χίος ἀσυγχώρετος Σύμ. ἀσυχ-χώρετος Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. ἀσ-συχ-χώρετος Τῆλ. ἀσυχώρετος κοιν. ἀσ’χώρετος Πάρ. Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀσ’χώριτους βόρ. ἰδιώμ. ἀ’χώριτους Ἴμβρ. Μακεδ. (Καταφύγ.) ἀσυχώρετε Τσακων. ἀ’κώρετος Μακεδ. (Καστορ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀσυγχώρητος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ συγχωρούμενος, ὁ μὴ τυγχάνων ἢ ὁ μὴ τυχὼν θείας ἢ ἀνθρωπίνης συγγνώμης κοιν. καὶ Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἀσυχώρετος θά ᾽ναι ὅσο ζῇ κι ἀφοῦ πεθάνῃ. Ἀσυχώρετος νά ᾽σαι ἀπ᾿ τὸ Θεὸ κι ἀπὸ μένα. Ἀσυχώρετη πῆγε νὰ μεταλάβῃ. Πέθανε ἀσυχώρετη. Ἔκαμα ἕνα λάθος ἀσυχώρετο κοιν. Ἀσ’χώρετος πῶς θὰ κοινωνίῃς; Χαλδ. Ἀσυχώρετος νά ᾽σαι, ἃ δὲ μοῦ πῇς τὴν ἀλήθε͜ια Θήρ. β) Ἐκεῖνος ποῦ εἴθε νὰ μείνῃ ἀσυγχώρητος παρὰ τοῦ Θεοῦ σύνηθ.: Ὁ ἀσυχώρετος ἄνω κάτω μᾶς ἔκαμε. Ὁ ἀσυχώρετος μὲ κατάστρεψε σύνηθ. Ἤπιˬετεν τὸ αἷμα μας, ἀσυκχώρητοι! Χίος. 2) Ὁ μήπω ἀποθανὼν πολλαχ.: Τότε ἦταν ἀκόμα ἀσυχώρετος ὁ γέρως μου. Ἀντίθ. συχωρεμένος (ἰδ. συχωρῶ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA