ἄσφαλτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσφαλτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄσφαλτος ἡ, λόγ. σύνηθ. ἄσφαλτο σύνηθ. ἄσφαλτος ὁ, Ἀθῆν. κ.ἀ. ἄσφαλτο τό, Λεξ. Δημητρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἄσφαλτος.
Σημασιολογία
1) Ὀρυκτὸς ὑδρογονάνθραξ χρησιμοποιούμενος πρὸς ἐπίστρωσιν ὁδῶν καὶ πλατειῶν ἔνθ’ ἀν.: Στρώνουν τοὺς δρόμους μὲ ἄσφαλτο. Τ’ αὐτοκίνητα κυλοῦν εὐκολώτερα ἀπάνω ’ς τὴν ἄσφαλτο. Ἀπὸ τὴ ζέστη ἔλε͜ιωσε ’ς τοὺς δρόμους ἡ ἄσφαλτος σύνηθ. 2) Τὸ δι’ ἀσφάλτου στρωμένον μέρος ἔνθ’ ἀν.: Πάμε ἀπὸ τὴν ἄσφαλτο σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA