ἀρχινάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχινάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρχινάζω, ἀόρ. ἀρχίνασα Ἀπουλ. (Μαρτιν.) ἀρσίασα Ἀπουλ. ἀρτίασα Ἀπουλ. ἀρσίαφσα Ἀπουλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀρχινῶ.

Σημασιολογία

Ἀρχίζω ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀρχίνασε νὰ σύρῃ Μαρτιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/