ἀράζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀράζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀράζω, ἀράσσω Εὔβ. (Κύμ.) Θήρ. Κρήτ. Κύθηρ. Χίος κ.ἀ. ἀράσ-σω Κύπρ. ἀράσσου Τσακων. ἀράζω κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀράζου βόρ. ἰδιώμ. ἀράτζω Σίφν. ἀράχνω ΔΣολωμ. 69 ἄαζου Σαμοθρ. ράσσω Κρήτ. Χίος κ.ἀ. ράσσω Ἰκαρ. Κασ. Μεγίστ. Ροδ. Συμ. Τῆλ. ράσσου Λυκ. (Λιβύσσ.) ράζω Ἤπ. Θρᾴκ. (Κεσάν.) Ἰκαρ. ράζου Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν. Βιζ. Διδυμότ.) Μακεδ. (Βλάστ.) Στερελλ. κ.ἀ. ρέσ-σω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀράσσω = κτυπῶ, κρούω ἰσχυρῶς, κατασυντρίβω, παρ᾽ ὃ καὶ ράσσω = κτυπῶ, καταρρίπτω, ρίπτω μεθ’ ὁρμῆς, ὠθῶ. Περὶ τοῦ μεταπλασμοῦ τοῦ ἐνεστωτικοῦ θέμ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,280. Περὶ τοῦ τύπ. ἄαζου ἰδ. AHeisenberg ἐν Ἀφιερ. εἰς ΓΧατζιδ. 90.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Πλήττω, δέρω Κρήτ. Ρόδ. Τὴν ἔραξε καὶ τὴν ἐξεμάλλισε τὴ γεναῖκα του Ρόδ. β) Μεταφ. ἐπιπλήττω, ἐπιτιμῶ Ρόδ. 2) Κόπτων ρίπτω κατὰ γῆς δένδρα καὶ θάμνους δασώδους ἐκτάσεως, τὰ ὁποῖα μένουν οὕτω στρωμένα κατὰ γῆς καὶ ξηραινόμενα καίονται ἐπὶ τόπου ἐν ἀρχῇ τοῦ φθινοπώρου, ἵνα διὰ τῆς τέφρας αὐτῶν λιπανθῇ τὸ ἔδαφος πρὸς καλλιέργειαν καὶ σπορὰν Ρόδ.: Ἔραξε κ᾿ ἔκοψε τὸ δάσος. 3) Κατάγω πλοῖον εἰς λιμένα καὶ δι᾽ ἀγκύρας ἀσφαλίζω (ἡ σημ. προῆλθεν ἐκ τῆς τοῦ ρίπτειν εἰς τὴν ξηράν, ἐξοκέλλειν πλοῖον) σύνηθ. Ἀράζω τὸ βαπώρι - τὴ βάρκα - τὸ καΐκι σύνηθ. || ᾎσμ. Μόν’ ἔπρεπεν ἀφέντης μου ᾽ς ἕνα μεγάλο κάστρο ν᾿ ἀράξῃ χίλιˬα κάτεργα καὶ πεντακόσες βάρκες Α.Ρουμελ. (Καρ.) β) Ὁδηγῶ, φέρω Νάξ. (Ἀπύρανθ.): ᾎσμ. Τὴ dύχη μου περίμενα ψηλὰ πῶς θὰ μ’ ἀράξῃ κ’ ἐκείνη ἐΰρευγε φωθιˬά καὶ ξύλα νὰ μὲ κάψῃ. 4) Ἀφαιρῶ βιαίως, ἁρπάζω (ἐκ τῆς σημ. τοῦ ὁρμῶ, ἐπιτίθεμαι, περὶ ἧς ἰδ. κατωτ.) Κρήτ.: ᾎσμ. Ψωμὶ ποῦ τὸ δουλεύγασι τόσους καὶ τόσους χρόνους μὲ δάκρυˬα καὶ γαίματα, μὲ βάσανα καὶ πόνους, μὲ ξορισμοὺς καὶ σκλαβωμοὺς γιˬὰ τὴν ἐλευτερία, κ᾿ ἐδὰ νὰ τῶν τ’ ἀράξουσι σὰν τ' ἄγρια θηρία. Β) Ἀμτβ. 1) Φέρομαι πρός τι μετὰ ταχύτητος, ὁρμῶ Κρήτ. (Ἔμπαρ.) κ.ἀ.: Ἀράσσει καὶ μὲ φιλεῖ Κρήτ. Ἤραξε γιὰ νὰ τόνε πιˬάσῃ αὐτόθ. Ράσσει νὰ μὲ φάῃ αὐτόθ. Σὰ dόν ὄφι ἀράσσει αὐτλοθ. || Παροιμ. Τὸ μαχαίρι καὶ δὲ χαράσσῃ, | ᾽ς τὸ κρεˬὰς τ᾽ ἀθρῶπου ράσσει (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀκινδύνου μὲν φαινομένου, ἱκανοῦ ὅμως νὰ βλάψῃ) Ἔμπαρ.: ᾎσμ. Δέν ἦτο κρῖμ’ οἱ βάρβαροι ἀπάνω σου ν’ ἀράξου; κι ἀπόκε͜ιας Τοῦρκοι νά ᾽ρθουσι γιˬὰ νὰ σ’ ἀπορρημάξου; αὐτόθ. Καὶ ἀράσσου g’ οἱ βαγίτσες της κ’ ἔβγανα dὰ μαλλιˬά μου αὐτόθ. Ρῶ, ράσσω εἰς ἐλόγου σου σὰ do μωρὸ παιδάκι ἁποὺ τοῦ λέει ἡ μάννα του νὰ πάῃ νὰ βυζάξῃ (ἐξ ἀλφαβήτου τῆς ἀγάπης) αὐτόθ. Β) Ὑφίσταμαι ρῆγμα (ἐκ τῆς σημ. τοῦ μεθ’ ὁρμῆς φέρεσθαι καὶ προσκρούειν που) Εὔβ. (Ὄρ.): Τὸ πηγάδι ἔραξε. 2) Περνῶ Κύπρ.: Ρέσ-σει ἀνηγκαστός Ἀνεκάτιˬασεν νὰ ρέξῃ ’πού τὰ μνήματα. 3) Ρέω, καταρρέω ἀφ᾿ ὑψηλοῦ μέρους μετά τινος θορύβου Ἰκαρ. Πβ. τοπων. Ἀράσσουσα. 4) Εἰσορμῶ καὶ προσκολλῶμαί που στερεῶς, ὥστε νὰ μὴ δύναμαι εὐκόλως νὰ ἀπομακρυνθῶ κοιν.: Τὸ καΐκι ἄραξε ἀπάνω σὲ μιˬὰ ξέρα. Μὲ τὸ πούσι τὸ πολὺ ἀράξαμε σὲ βράχο κοιν. Ἤραξε τὸ ζῷ (ὅταν βυθίζεται είς λασπῶδες ἔδαφος) Χίος Ἐδῶ ράσσουν τὰ τζὰ (ἐπὶ τῆς αὐτῆς περιπτώσεως, ἐφ᾿ ἧς καὶ ἡ προηγουμένῃ φρ.) αὐτόθ. Πβ. ἐπὶ μετβ. σημ. τὸ ἀρχ. ράσσω παρὰ Δημοσθ. 1259 «ὑποσκελίσαντες καὶ ράξαντες εἰς τὸν βόρβορον». β) Μεταφ. μένω ἔκπληκτος, θαυμάζω Ἤπ. (Ἄρτ. Δρόβιαν. Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.): Τί ἄραξις νὰ μὶ βλέπ’ς; Ἤπ. Ἄραξα ἅμα τ᾿ν εἶδα αὐτόθ. γ) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ ἀγωνίας, ἀμηχανῶ Ἤπ.: Ἄραξα καρτερῶντας. Ἄραξα ᾽ς τὸ δρόμο. 5) Κατάγομαι εἰς λιμένα, προσορμίζομαι, ἀγκυροβολῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Ἄραξε τὸ καράβι - τὸ καΐκι - ἡ βάρκα. Ἔχει ἐκεῖ καλὸ λιμάνι γιˬὰ ν᾽ ἀράξωμε. Ἀράξανε σ᾿ ἕνα μέρος ἐκεῖ κοντά. Εἶν᾿ ἀραγμένο τὸ καράβι κοιν. Ὁ τόπος ποῦ ἐκάθετουν αὐτὸς ὁ ἄρκοντας ἦταν παραγιˬάλι τ’ ἐπηαίνασιν πολλὰ καράβκιˬα ἀπὸ ἄλλους τόπους τιˬ ἀράσ-σασιν (ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. Ἐδῶ ’ὲν ράσ-σει (ἐνν. καράβι, βάρκα κττ., ἤτοι τοῦτο τὸ μέρος δὲν εἶναι κατάλληλον δι’ ἀγκυροβολίαν) Σύμ. || Παροιμ. φρ. Σία κιˬ ἀράξαμε (προσωρμίσθημεν ἤδη καὶ μεταφ. ἐτύχομεν τοῦ σκοπουμένου. Λέγεται καὶ εἰρων.) σύνηθ. Παροιμ. Ὃταν χιˬονίζ’ ἀρμένιζε κιˬ ὅταν παστρεύῃ ράξε (ὅτι μετὰ τὴν τρικυμίαν ἡ γαλήνη καὶ μετὰ τὴν γαλήνην ἡ τρικυμία) Ἤπ. || ᾌσμ. Ἐκεῖ νὰ πά’ ν’ ἀράξετε ποῦ ’ναι καλὸ λιμάν Ἄνδρ. Ὃσα καράβιˬα ᾽κούσασι ράσ-σουν καὶ ματαράσ-σουν κ᾽ ἕναν καράβι τῆς Φιλιˬᾶς ᾽ὲν ἠμπορεῖ νὰ ράξῃ Τῆλ. Γιˬα πές μου, ἀδελφούλλα μου, σὲ πο͜ιά χώρα θὰ ράξῃς,σὰν παντρευθ’ ἡ κυρούλλα σου νὰ σοῦ μηνύσω να ᾽ρτῃς; (μοιρολ.) Χίος - Ποίημ. Θέλω ταψήλου ν’ ἀνεβῶ, ν’ ἀράξω θέλω, ἀεˬτέ μου, μέσ᾽ ’ς τὴν παλα͜ιά μου κατοικιˬά, ’ς τὴν πρώτη τὴ φωλεˬά μου, θέλω ν’ ἀράξω ᾿ς τὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾽ ἐσένα (ἡ χρῆσις κατὰ μεταφ. ἀπὸ τῶν πλοίων) ΚΚρυσταλλ Ἔργα 2,31. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,6 (ἔκδ. RDawkins) «ἐπεσῶσαν καὶ ἐράξαν εἰς τὴν γῆν» καὶ 1,594 «ἐράξαν εἰς τὴν Ἀλικήν». Συνών. ἀγκοράρω 1, ἀγκυρώνω 1. 6) Ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, καταφθάνω Θρᾴκ. (Διδυμότ.) Μακεδ. (Σιάτ. Σισάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. – ΓἘπαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1,247: Ἅμα ’ρχέτι τοὺ γιˬόμα, μᾶς ράζ’ γιˬά να φάῃ (ἅμα ἔρχεται ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ κττ.) Αἰτωλ. Μᾶς ἔραξαν πέντ᾽ ἔξ’ μισαφ’ραῖοι αὐτόθ. Ἄχ κὶ νά ’ραζι τωρᾳιὰ οὑ πατέρας σ᾿! αὐτόθ. Τ᾽ν ὥρα ἰκεί’ ’ς τ’ ρά’ ἄραξαν οἱ σαράντα δρά’ (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. Ἀράξανε μὲ φωνὲς καὶ γέλιˬα τὰ τρελλὰ παιδιˬὰ καὶ κοριτσόπουλλα ΓἘπαχτίτ. β) Ἐν τῇ συνθηματικῇ γλώσσῃ ἔρχομαι Θρᾴκ. (Αἶν. Κεσάν.) Μακεδ. (Βλάστ): Ράζει οὑ δεῖνα Βλάστ. γ) Ἐν τῇ συνθηματικῇ γλώσσῃ πηγαίνω Μακεδ. (Βλάστ.): Θ' ἀράξουμι σί dρανὴ (πολιτεία). 7) Ἐγκαθίσταμαί που μονίμως, λέγεται μᾶλλον πεπαισμένως κοιν.: Φρ. Ἐπῆγε ’ς τὸ σπίτι κιˬ ἄραξε (ἔμεινεν ἐκεῖ, δὲν φεύγει). Αὐτὸς ἄραξε ᾿ς αὐτὸ τὸ σπίτι (ἐγκατέστάθη μονίμως) κοιν. Πῶς ἄραξες ἐδῶ; (πρὸς τὸν ἀπροόπτως παρουσιαζόμενον) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ποῦ ἄραξες πάλι; (πρὸς μέθυσον) Σῦρ. (Ἐρμούπ.) Ἀράζει ὁ νοῦς (ἐπὶ εἰλημμένης σταθερᾶς και ἀμεταβλήτου ἀποφάσεως) ΓΜαρκορ. Μικρά ταξίδ. 207. β) Εἶμαι ἐγκατεστημένος που μονίμως Κύπρ.: ᾎσμ. Λαλοῦν ᾽πουκάτω ’ς τὴν ψυὴν ἡ γνώμη πῶς ἀράσ-σει τιˬ ἂν δὲ βγῇ πρῶτα ἡ ψυή, ἡ γνώμη δὲν ἀλ-λάσ-σει. 8) Ἀποκάμνω ἐκ κόπου, πείνης, δίψης κττ. Πελοπν. (Βούρβουρ. κ.ἀ.) - Λεξ. Δημητρ.: Τὰ πράματα ἀράξανε ἀπὸ τὴ δίψα (πράματα = ζῷα καὶ μάλιστα αἰγοπρόβατα) Βούρβουρ. Ἄραξαν τὰ μάτιˬα μου κοιτάζοντας Λεξ. Δηιιητρ. || Φρ. Ἔμεινα κι ἄραξα (ἀπέκαμον τελείως) αὐτόθ. Πβ. ἀπαράζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/