ἀραμάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραμάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀραμάδα ἡ, σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀραγμάδα Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀραγουμάδα Λέσβ. ἀραμὰ Κάλυμν. Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ ἀραμάδα, ὅπερ ὁ μὲν Κορ. Ἄτ. 1,98 παράγει ἐκ τοῦ χαραμάδα κατ᾽ ἀποβολὴν τοῦ χ, ὁ δὲ ΔΟἰκονομίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 2 (1890) 239 σημ. 1 ἐκ τοῦ ἀραγμάδα δι᾽ ἀποβολῆς τοῦ γ πρὸ τοῦ μ, τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ *ρωγμάδα < ἀρχ. ρωγμὴ διὰ προληπτικῆς ἀφομ. τοῦ ω πρὸς τὸ ἑπόμενον α. Ὁ τύπ. ἀραμὰ ἐκ τοῦ ἀραμάα διὰ συγχωνεύσεως τῶν δύο α μετὰ τὴν ἀποβολὴν τοῦ δ μεταξὺ δύο φωνηέντων.

Σημασιολογία

Κενὸν διάστημα μεταξὺ δύο παρακειμένων πραγμάτων, οἷον ὀδόντων, σανίδων κττ. καὶ γενικώτερον ρωγμή, σχισμὴ ἔνθ’ ἀν.: Βλέπω - κοιτάζω ἀπὸ τἠν ἀραμάδα τῆς πόρτας. Μπαίνει ἀέρας ἀπὸ τοὶς ἀραμάδες τῆς πόρτας - τῶν παραθύρων. Τὸ πάτωμα ἔχει πολλὲς ἀραμάδες σύνηθ. Οἱ ἀραμάδες τῶν δοντιῶν Ρόδ. Ἡ πόρτα τ᾿ ὁσπιτί’ ἔ’ ἀραμάδας Τραπ. Τερῶ ἀσ’ τὴν ἀραγμάδαν Οἰν. Ἀσ᾽ σῆ πόρτας τ’ ἀραμάδας ἐτέρεσα ἀπέσ’, ἄμα κἀνείναν ᾽κ᾽ εἶδα (ἀπὸ τοὶς ἀραμάδες τῆς πόρτας ἐκοίταξα μέσα, ἀλλὰ κἀνένα δὲν εἶδα) Τραπ. || ᾎσμ. Εἶδα σ᾿ ἀσ’ τὴν ἀραγμάδαν | κ᾽ ἐπαρέρθες με λαμπάδα (ἐπαρέρθες με = μοῦ φάνηκες, λαμπάδα = ὡς λαμπάδα, δηλ. ἔχουσα ἀνάστημα εὐθυτενὲς) Κερασ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Σαχλίκ. Γραφαὶ καὶ στίχοι στ. 73 (ἔκδ. Wagrer 65) «᾽ς τὲς ἀραμάδες τῶν πορτῶν τὰ μάτια του νὰ βάνῃ». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρα͜ιωμάδα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/