ἀπόστροφος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόστροφος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀπόστροφος ὁ, Νάξ. (Φιλότ.) Χίος ᾿πόστροφος Κύπρ. ἀποστροφός Κάρπ. Κέρκ Κύπρ Νάξ. (᾽Απύρανθ. Γλυνᾶδ.) Χίος ἀπουστρουφὸς Μακεδ. (Βελβ.) ἀποστρεφὸς Σῦρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀπόστροφος. Ἡ λ. καὶ καὶ ἐν Πατρίοις τοῦ Ἁγίου ᾿΄Ορους (Ν. Ἑλληνομν. 9,232) «πέτραν . . . τὴν ἱσταμένην εἰς τὸν ἀπόστροφον τῆς φυτείας».

Σημασιολογία

1) Ἀποστροφὴ 1, ὃ ἰδ., Κάρπ. Νάξ. (Γλυνᾶδ.) Χίος: ’Πάνω ’ς τόν ἀποστροφὸν ἤσπασεν ἡ σπάθη Κάρπ. β) ᾿Αποστροφή Πβ, ὃ ἰδ., Μακεδ. (Βελβ.) Νάξ. (’Απύρανθ. Φιλότ.) Σῦρ. Χίος: Κόβω τὸν ἀποστροφὸ Χίος. 2) Τὸ μέρος τῆς αὔλακος ὅπου κόπτεται τὸ ὕδωρ πρὸς ἀποχέτευσιν ἐκτὸς τοῦ ἀγροῦ ἢ πρὸς διανομὴν εἰς ἄλλους ἀγροὺς Κύπρ.: Γύρισε τόν ᾽πόστροφον τοῦ χωραφιˬοῦ Κύπρ. Συνών δέσι, δεσιˬά. 3) Ὀξύ τεμάχιον ξηροῦ ξύλου Κέρκ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ.’ς τοὺς ᾿Αποστρόφους καὶ ὡς τοπων. Χίος (Καρδάμ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/