ἀλαφροκούκ-κουφος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλαφροκούκ-κουφος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλαφροκούκ-κουφος ἐπίθ. Κύπρ. ἀλαβροκούκ-κουφος Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. κουκ-κούφα.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων ἰσχνὴν καῖ ἀδύνατον κεφαλήν : ’ Èν δέχεται ὁ βοῦς μου νὰ τοῦ ’ντίσῃς’ς τὴν τεφαλήν, γιˬατὶ ἔν’ ἀλαφροκούκ-κουφος || ᾎσμ. Ταὶ χάμνα με ’ποὺ τὰ μαλλιˬὰ τσαὶ πιˬάσ’ με ’ποὺ τὰ έρκα, γιˬατ’ εἶμ’ ἀλαφροκούκ-κουφη, πονῶ τὴν τεφαλήν μου. (χάμνα = ἄφησε). Συνών. φτενοκέφαλος.2) Ὁ ἔχων λέπραν εἰς τὴν κεφαλὴν. Συνών. κασσιδιˬάρις. 3) Μεταφ. ὁ μὴ ἀνεχόμενος τὰ παράδοξα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/