ἀλαφρόστρατος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλαφρόστρατος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλαφρόστρατος ἐπίθ. Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. στράτα.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ βλέπῃ τὰ εἰς τοὺς ἄλλους ἀφανῆ φαντάσματα : ᾎσμ. Οὕλοι οἱ--ἀλαφρόστρατοι θωροῦν τσοι καὶ τρομάζουν, μὰ ’κεῖνοι, ὁ Θεˬος σ’χωρέσῃ των, κἀνένα δὲ dρομάζουν (δηλ. τὰ φαντάσματα νεκρῶν φονευθέντων ἐν ἐπαναστάσει).Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλαφροαίματος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/