ἀλειμματερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλειμματερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλειμματερὸς ἐπὶθ. ἀμάρτ. ἀλαμματερὸ Καππ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄλειμμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ερός.

Σημασιολογία

1) Ὁ μετ’ ἀλείμματος ἤτοι βουτύρου μεμειγμένος ἢ κατεσκευσασμένος : Ἀλαμματερὸ κουρὰ (ἄρτος). 2) Παχύς, εὐτραφής.Συνών. ἀλειμματιˬάρις 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/