ἀλειμματιˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλειμματιˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλειμματιˬάρις ἐπὶθ. ἀμάρτ. ἀλειμματρις Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν.) ἀλειμμαdιˬέρη Καππ. (Φάρασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄλειμμα καὶ τῆς παραγωγικὴς καταλ. – ιˬάρις. Περὶ τῆς καταλ. τοῦ τύπ. ἀλειμμαdιˬέρη ἰδ. RDawkins Modern Greek in Asia Minor 167.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων πολὺ ἄλειμμα, λιπαρός, συνήθως ἐπὶ κρέατος Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οίν.) : Ἀλειμματριν κρέας Οἰν. Συνών. ἀλειμματιάρικος. 2) Εὐτραφής, παχύσαρκος Καππ. (Φάσαρ.) Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) : Ἀλειμματρις ἄνθρωπος Οἰν. Συνών. ἀλειμματερὸς 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA