ἄλεπας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄλεπας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἄλεπας ὁ, ἀμάρτ. ἄλουπας Κεφαλλ. ἄλουπος Πελοπν. (Κυνουρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεπός.
Σημασιολογία
1) Ἀλώπηξ Πελοπν. (Κυνούρ.) : ᾎσμ. Νὰ εἴχαμε, τί νὰ εἴχαμε; | νὰ εἴχαμ’ ἕναν ἄλουπο, νὰ ἔτρωε τὸν πετεινό, | ποῦ ἔφαγε τὸν τάβανο. 2) Τὸ ἕτερον τῶν ἄκρων τοῦ ποδὸς τοῦ ἀρότρου, τὸ ὀπίσθιον μέρος τοῦ ἐλύματος Κεφαλλ.Πβ. ἀλέπακας 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA