Α, α

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Α, α

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

Α,α ἄλφα, τὸ πρῶτον γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου. Ἰδ. λ. ἄλφα.

Σημασιολογία

ἀ- προθετ. 1) Προστίθεται ἐν ἀρχῇ πολλῶν λέξεων, π.χ. α) Οὐσ., οἷον ἀβδέλλα, ἀγκαθός, ἀδόντι, ἀμασκάλη, ἀμάχη, ἀμούχλα, ἀνᾶμα, ἀπαλάμη, ἀσκόνταψι, ἀσπίθα, ἀστήθη, ἀχωνάριν κττ. Ἐν τούτοις τὸ α ἐγεννήθη ἢ κατ᾽ἀναλογ., ὡς ἀγκαθὸς κατὰ τὸ ἀγκάθι, ἀλαίμαργος κατὰ τὸ ἀχόρταγος κττ., ἢ ἐν συνεκφ. νομισθέντος τοῦ τελικοῦ α τῆς προηγουμένης λ. ὡς ἀρκτικοῦ τῆς ἑπομένης, οἷον μιˬὰ βδέλλα- μιˬ’ ἀβδέλλα, τὰ δόντιˬα- τ᾿ ἀδόντιˬα καὶ περαιτέρω ἑνικ. τ᾿ ἀδόντι, τά στήθηˬα- τ᾿ ἀστήθηˬα καὶ περαιτέρω ἑνικ. τ᾽ ἀστήθη. β) Ἐπιθ., ὡς ἀλαφρός, ἀψηλὸς κτλ. διὰ τὴν αὐτὴν καὶ ἐν τοῖς οὐσ. αἰτίαν. γ) Ρημ., καθὼς ἀβδελλιˬάζω, ἀνικῶ, ἀπετῶ, ἀπηδῶ, ἀχρῄζω, ἐν οἷς τὸ α ἐγεννήθη ἐκ συνεκφ. τοῦ νὰ ἢ θά, οἷον θὰ πετῶ -θ᾿ ἀπετῶ, νὰ πηδῶ -ν’ ἀπηδῶ κττ. καὶ περαιτέρω ἐνεστ. ἀπετῶ, ἀπηδῶ. δ) Ἐπιρρ., λ. χ. ἀκάτω κατὰ τὸ ἀπάνω. 2) Ἐμφανίζεται ἐν ἀρχῇ λ. ἀντὶ ἄλλου φωνήεντος ἐνίοτε πρότερον ἐκλιπόντος, οἷον ἐγγαστρώνω- ἀγγαστρώνω, ἐγγίζω- ἀγγίζω, ἐγγόνι - ἀγγόνι, ἐμπόδιˬο- ἀμπόδιˬο, ἔντερο- ἄντερο, ἔξαφνα- ἄξαφνα, ἐπάνω- ἀπάνω͵ ἐργαλε͜ιὸς- ἀργαλε͜ιός, ἐργάτησ- ἀργάτης, ἐχῖνος- ἀχινός, ὀμφαλός- ἀφαλός, ὀρνίθι-ἀρνίθι, ὀρφανὸς -ἀρφανὸς κτλ. Καὶ ἐν τούτοις τὸ α ἑρμηνεύεται ἢ ἀναλογικῶς ἢ διὰ τὴν ἐν συνεκφ. σύγκρουσιν τῶν φων., ὅτε ὑπερισχύει τὸ ἰσχυρότερον, ὡς θὰ ἐγγίζω- θὰ ᾿γγίζω καὶ περαιτέρω ἐνεστ. ἀγγίζω, τὰ ἐγγόνιˬα -τὰ ᾿γγόνιˬα, τὰ ὀρνίθιˬα-τὰ ᾿ρνίθιˬα καὶ ἔπειτα ἀγγόνιˬα, ἀρνίθιˬα, ὅθεν καὶ ἑνικ. ἀγγόνι, ἀρνίθι κ. οὕτ. καθ. Περὶ προθετικοῦ α καθόλου πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,225 κἑξ. καὶ ΣΜενάρδ. ἐν ᾽Επετ. Φιλοσ. Σχολ Ἀθην. 1 (1925) 67 κἑξ. Τὸ προθετ. τοῦτο α καὶ παρ᾿ ἀρχ., ὡς ἀ-σπαίρω, ἀ-σταφίς, ἀ-στάχυς -ἄσταχυς. Περὶ τῶν ἄλλων φωνητικῶν φαινομένων τοῦ α ἰδ. Γραμματικήν. ἀ- στερητ. μόρ. πρὸ συμφ. καὶ ἀν- πρὸ φων., περαιτέρω δὲ ἀνα- ἀνε- ἀνη-, ἀχώριστον ἐν συνθέσει ἐκφράζον στέρησιν, εἶναι δὲ τοῦτο 1) Ἀρχαῖον κληρονομηθὲν διὰ συνεχοῦς παραδόσεως εἰς τὴν μεσν. καὶ νέαν Ἑλληνικὴν καὶ ἀπαντῶν α) Εἰς ἐπίθ. (α) Ἤδη ἀρχ. ἢ μεταγν. ἀμετάβλητα ἢ μεταβεβλημένα κατὰ τοὺς νόμους τῆς νέας καὶ εἰς τὰ ἐκ τούτων παράγ. ἐπιρρ. καὶ οὐσ. εἴτε ἀρχαιόθεν παραδοθέντα τὰ οὐσ. ταῦτα εἴτε καὶ ἐν τῇ νέᾳ σχηματισθέντα, οἷον ἄβαθος, ἄβαρος, ἄβλαβος-ἄβλαβα, ἄβροχος- ἀβροχιˬά, ἀδύναμος- ἀδυναμία, ἀδύνατος- ἀδύνατα- ἀδυνατία, ἀναίτιος- ἀναίτια, ἀνάρμοστος- ἀνάρμοστα- ἀναρμστιˬά, ἀνευλαβὴς- ἀνεύλαβος- ἀνεύλαβα, ἀνήκουστος- ἀνηκουστιˬά, ἄνυδρος- ἀνυδριˬά, ἀρρίζωτος, ἄρρωστος- ἀρρωστιˬὰ κτλ. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,105 κἑξ. (β) Νέα ἐκ ρ. καὶ ὀν. καὶ εἰς τὰ ἐκ τούτων παραγόμενα ἐπιρρ. καὶ οὐσ., οἷον (ἀ-βαρῶ) ἀβἀρετος, (ἀ-ἔξοδο) ἀνέξοδος -ἀνέξοδα, (ἀ-νογῶ) ἄνογος, (ἀ-ὄρεξι) ἀνόρεξος-ἀνόρεξα-ἀνορεξιˬά, (ἀ-ξημερώνω) ἀξημέρωτος-ἀξημέρωτα, (ἀ-πλέκω) ἄπλεκος, (ἀ-πονῶ) ἄπονος-ἄπονα-ἀπονιˬά, (ἀ -ριζικὸ) ἀρρίζικος, (ἀ-ρόγα) ἄρρογος, (ἀ-φορῶ) ἄφορος, (ἀ-χαίρομαι,χαρὰ) ἄχαρος -ἄχαρα κτλ. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,109 κἑξ. καὶ ἐν ᾽Αθηνᾷ 28 (1916) Λεξικογρ. Ἀρχ. 20 κἑξ. β) Εἰς οὐσ. παράγ. ἐξ οὐσ., οἷον (ἀ-βαρεσιˬὰ) ἀβαρεσιˬά, (ἀ-βάφτισι) ἀβαφτισιˬά, (ἀ-γνώμη) ἀνεγνωμιˬά, (ἀ-εὐχαριστία) ἀνευχαριστιˬά, (ἀ-προφύλαξι) ἀπροφυλαξιˬά, (ἀ-στόχασι) ἀστοχασιˬά, (ἀ-συχώρεσι) ἀσυχωρεσιˬά, (ἀ-πλύσι) ἀπλυσιˬὰ κτλ. Κατὰ δὲ τὰ εἰς –σία -σιˬά ἐπλάσθησαν καὶ ἄλλα, παρὰ τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν ἐπίθετα λήγοντα εἰς -τος καὶ -στος, διότι παρεσχετίσθησαν πρὸς τὸν ἀόρ. τῶν ἀντιστοίχων ρ., οἷον ἀκάμωτος, ἐκάμωσα-ἀκαμωσιˬά, ἀκαπίστρωτος, ἐκαπίστρωσα-ἀκαπιστρωσιˬά, ἀλάβωτος, ἐλάβωσα-ἀλαβωσιˬά, ἄνεμπόδιστος, ἐμπόδισα-ἀνεμποδισιˬά, ἀξεχώριστος, ἐξεχώρισα-ἀξεχωρισιˬὰ κττ., παρὰ δὲ τὰ εἰς -χτος ἐπίθ. ἐπλάσθησαν ὁμοίως εἰς -ξιˬὰ κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἀορ. τοῦ ἀντιστοίχου ρ., οἷον ἀβάσταχτος, ἐβάσταξα-ἀβασταξιˬά, ἄβρεχτος, ἔβρεξα-ἀβρεξιˬὰ κττ. γ) Εἰς ρ. παρασύνθ., καθὼς ἀρρωστῶ ἤδη ἀρχ. ἐκ τοῦ ἄρρωστος, ἀδυναμίζω καὶ ἀδυναμώνω ἐκ τοῦ ἀδύναμος, ἀδυνατίζω ἐκ τοῦ ἀδύνατος, ἀνοστίζω καὶ ἀνοστύνω ἐκ τοῦ ἄνοστος, ἀνυπομονῶ ἐκ τοῦ ἀνυπόμονος, ἀνωφελεύγω ἐκ τοῦ ἀνώφελος κτλ. δ) Εἰς ἐπιρρ. παραγόμενα ἐξ ὀν. καὶ ρ., οἷον (ἀ-ἥλιος) ἄνηλιˬα,͵(ἀ-φέγγος) ἄφεγγα (ἀ-μερώνει) ἀμέρωτα, (ἀ-ἔφεξε) ἄφεχτα, (ἀ-ἐφώτισε) ἀφώτιστα, (ἀ-ἐχάραξε) ἀχάραχτα, (ἀ-ξέρω) ἀνέξερτα, (ἀ-χωρατεύω) ἀχωράτευτα. Πολλάκις τὸ στερητ. ἀ- παρουσιάζεται ὑπὸ τοὺς τύπ. ἀνα- ἀνε- ἀνη-͵ ἂν καὶ τὸ β’ συνθετ. μέρος ἀρχίζει ἀπὸ συμφ., οὕτω δὲ ὑπαρχόντων καὶ τῶν κανονικῶν ἀπὸ ἀ- τύπ. σχηματίζονται ζεύγη συνων. παραλλήλων, ὡς ἄβαθος-ἀνάβαθος-ἀνέβαθος, ἄβγαλτος-ἀνέβγαλτος -ἀνήβγαλτος, ἄβλαβος-ἀνάβλαβος-ἀνέβλαβος, ἀβρεξιˬὰ-ἀναβρεξιˬὰ κτλ. Τοῦτο συμβαίνει κατ᾿ ἀναλογ. τῶν ἐχόντων ἀνα- ἀνε- ἀνη- κανονικῶς, καθὼς ἀνάλατος, ἀνἀλεστος, ἀνάξιος, ἀνάρμοστος, ἀνεξήγητος, ἀνέξοδος, ἀνήκουστος, ἀνήμπορος, ἀνήξερος κτλ., καὶ τῶν διπλῶν ρηματικῶν παραγ., ὧν τὸ μὲν ἓν παράγεται ἐκ τοῦ ἀρχ. ρ. τοῦ φυλάττοντος τὸ ἀρκτικὸν φων., τὸ δὲ δεύτερον ἐκ τοῦ νεωτέρου τύπ. τοῦ ρ. τοῦ ἀποβαλόντος τὸ ἀρκτικὸν φων., πβ. (ἀ-εὐλογῶ) ἀνευλόγητος καὶ (ἀ-βλογῶ) ἀβλόγητος, (ἀ-εὑρίσκω) ἀνεύρετος καὶ (ἀ-βρίσκω) ἄβρετος, (ἀ-ἐγγίζω) ἀνέγγιχτος καὶ (ἀ-γγίζω) ἄγγιχτος κτλ. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,138. Ἀφοῦ δὲ τὸ ἀνα- ἰδίως κατέστη μόρ. αὐτοτελὲς, συνετέθη ἐφ᾿οἷς ὅροις τὸ ἁπλοῦν ἀ-, οἷον (ἀνὰ-παρᾶδες) ἀναπαραδιˬά, (ἀνὰ-πουλῶ) ἀναπουλιˬά, (ἀνὰ-σκούφιˬα,σκουφωμένος) ἀνασκούφωτος, (ἀνὰ-ψάρι) ἀναψαριˬὰ κτλ. 2)Νεώτερον, τὸ ὁποῖον εἶναι α)Νόθον, ὅπερ εἶναι αὐτὸ τὸ ἀρκτικὸν α τοῦ ἐξ οὗ παράγεται τὸ ἐπίθ. ρήματος προσλαμβάνον σημ. στερήσεως μόνον διὰ τῆς προπαροξυτονίας, οἷον ἀδικῶ-ἀδίκετος, ἀναπαύω-ἀνάπαυτος, ἀναπιˬάνω-ἀνάπιˬαστος, ἀναστένω-ἀνάστετος, ἀνταμώνω-ἀντάμωτος, ἀραδιˬάζω- ἀράδιˬαστος, ἀραχνιˬάζω-ἀράχνιˬαστος κτλ. Τοῦτο συνέβη ἀφ’ ἑνὸς μὲν διὰ τὰ ἐκ ρήματος ἄνευ ἀρκτικοῦ α παράγ., καθὼς ᾿γαπῶ-ἀγάπητος, ’λέθω -ἄλεστος, ἀφ’ ἑτέρου δέ, διότι ἐν πολλοῖς τούτων ἀντιπαράκειται καὶ ρηματικὸν ἐπίθ. εἰς -τός, οἷον ἀκουστός, ἀνακατωτὸς κτλ., ὅπερ προσλαμβάνει σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου πρὸς τοῦτο καὶ μόνον γινομένου. ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,138 καὶ ἐν Ἐπιστ. ᾿Επετ. Πανεπ. 9 (1912/3) 50. β)Πλεοναστικὸν προστεθὲν εἰς τὴν ἀρχὴν τῶν ἀπὸ ξε- ἀρχομένων ἐπιθ., οἷον ξεβούλλωτος-ἀξεβούλλωτος, ξεβράκωτος-ἀξεβράκωτος, ξεκάρφωτος-ἀξεκάρφωτος κτλ., ἐπειδὴ δὲ τὸ νεώτερον τοῦτο ξε- ἔχει σημ. στερήσεως, τὸ ἀ- καταντᾷ ἁπλῶς προθετ. μεταφερθὲν ἐνταῦθα κατ᾿ ἀναλογικ. ἐπίδρασιν τῶν πολλῶν ἐπιθ. τῶν ἐξ αὐτοῦ ἀρχομένων. Περὶ τοῦ στερητ. ἀ- καθόλου ἰδ. καὶ ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀφιερ. εἰς ΓΧατζιδ. 121 – 125.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/