ἆ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἆ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επιφώνημα
Τυπολογία
ἆ ἐπιφών. κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Τραπ. Χαλδ.)Τσακων. ᾶὰ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀαὰ κοιν. ἄα κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ. Φερτ.) Πόντ. (Ἀμισ.) ἄι Καππ. (Σινασσ.) Σύμ. ἀχὰ Ἤπ. Μακεδ. (Χαλκιδ. κ. ἀ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) χαχὰ Εὔβ. Μακεδ. (Χαλκιδ. κ.ἀ.) ἄκα Ἤπ. Κῶς Μακεδ. (Βογατσ. Καστορ.) Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) ἄγκα Καππ. (Ἀνακ. Σίλ.) Μεγίστ. χάκα Πόντ. (Ὄφ. Χαλδ.) χάγκα Καππ. (Ἀνακ.Σινασσ.) ἄαμε Κάρπ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπιφών. ἆ εὔχρηστον πρὸς ἔκφρασιν διαφόρων συναισθημάτων, πλὴν δὲ τούτου καὶ ἃ ἐπὶ γέλωτος. Εἰς τοὺς τύπ. ἀχὰ, χαχὰ, χάκα καὶ χάγκα τὸ πνευματῶδες χ ἀνεπτύχθη ἐκ τῆς ἐκφορᾶς δασέος πνεύματος πρὸ τῆς ἀρθρώσεως τῶν φωνητικῶν ὀργάνων πρὸς σχηματισμὸν τοῦ α. ᾿Εν τῷ τύπ. ἄκα τὸ κ εἶναι ὑπόκωφός τις λαρυγγικὸς φθόγγος ἀναπτυσσόμενος κατὰ τὴν μετάβασιν ἀπὸ τοῦ πρώτου α εἰς τὸ δεύτερον, ὅτε κλείεταί πως ὁ λάρυγξ.
Σημασιολογία
Τοῦ ἐπιφων. τούτου αἱ σημασιολογικαὶ χρήσεις καθορίζονται κυρίως ὑπὸ τοῦ εἴδους τῶν προτάσεων, αἱ ὁποῖαι εὐθὺς ἕπονται ἢ πρὸς τὰς ὁποίας σχετίζεται, καὶ ὑπὸμορφασμῶν καὶ κινήσεων τοῦ σώματος, ἀναλόγως δὲ τῶν διαφόρων καταστάσεων καὶ διαθέσεων τῆς ψυχῆς, τῆς φύσεως καὶ ἐντάσεως αὐτῶν, ἐκφέρεται τοῦτο ἢ ὡς ἁπλοῦς ἀκαριαῖος φθόγγος ἆ ἢ ἐν ἐπαναλήψει ἆ ἆ ἢ παρατεταμένος ἀά, ἀαά, ἄα. ’Εκφράζονται δὲ δι᾿ αὐτοῦ 1) Ποικίλα συναισθήματα α) Χαρά, εὐχαρίστησις, ἀπόλαυσις, ἡδονὴ κοιν.: Ἆ, τί καλά! Ἆ, τί ὄμορφα εἴν’αὐτά!͵ Ἆ τί ὄμορφα ποῦ ’ν’ ἐδῶ! Ἆ ἔτσι σὲ θέλω! Ἆ,ἐχόρτασα καλά! ᾽Αά, δὲν ξέρεις πόσο ’φκαριστἠθηκα ! κοιν. || Η Φρ.᾽.4, γε͜ιά σου! Ἆ , μπράβο ! (πρὸς τὸν προθύμως ἐκτελέ-σαντα ἐπιθυμίαν τινὰ ἡμῶν) κοιν. Συνών. ὦ. (β) ’ΕνθοΥσιασμὸς κοιν.: ᾽Ααά, καὶ τὸ καταφέραμε ! Ἄαά, καὶ τὸ βρήκαμε ! κοιν. (γ) Συναίσθημα προκαλοῦν γέλωτα κοιν.:’Ααά, νόστιμο τοῦτο! Ἄαά, τὸν κουτὸ ποῦ δὲν τό ᾽νο͜ιωσε! κοιν. Ἡ χρῆσις αὕτη ἤδη ἀρχ. Πβ. Εὐριπ. και 156 «βαβαί, χορεῦσαι παρακαλεῖ μ’ ὁ Βάκχιος. ἆ ἆ ἆ !» (δ) Χλεύη,ἐμπαιγμὸς κοιν.: Ἄα, γιούχα ! κοιν. β) Πόθος, ἐπιθυμία, εὐχὴ ἀνεκπλήρωτος κοιν.: Ἆ, καὶ νά ’μουνα σὰν κ' ἐσένα! Ἆ, καὶ νὰ τό ᾽κανες αὐτὸ ποῦ λές! κοιν. Συνών. ἔ γ) Θαυμασμὸς κοιν.: Ἆ, χριστιˬανέ μου, τ’ εἶν’ αὐτά!Ἆ, καλέ μου, τί μοῦ .λές ! Ἄα, τι’ πρᾶμα! Ἄα, πῶς γλυτώσαμε ! κοιν. δ) ’Απορία Κύπρ. Πελοπν. (Λάκων.) Σύμ. κ.ἀ.: ᾽Α, ποῦ ἤσουνα λοιπὸν τὸν καιρὸ ποῦ σ’ ἀπάντησα!Λακων. Ἆ κακόν, εἶντα νἀ κάμουμεν τώρᾳ ποῦ ’έν ἠξέρουμεν τ᾿ ὄνομάν του! Κύπρ. Ι) ᾽Ἑκπληξις, τρόμος κοιν. καὶ Πόντ.(Τραπ. κ.ἀ.) Ἆ, δὲ φεύγεις τὸ λοιπόν;Ἆ,͵ τ᾽ εἶναι πάλι τοῦτα; Ἆ, τί κάθεσαι. καὶ μοῦ λές; κοιν. Ἆ, ηὖρες ά; (τὸ εὖρες ;) Τραπ. ζ) Δυσαρέσκεια, ἑπομένης ἀμέσως προτάσεως δηλούσης άπαγόρευσιν κοιν. καὶ Πόντ.(Τραπ.): Ἆ, μὴ τὸ κάνῃς! Ἆ, μὴν ἔρχεσαι κοντά! Ἄ, ὄχι ἔτσι ! Ἆ, ὄχι, μή! κοιν. Ἆ, μὴν ἔρκεσαι ’δᾶ! Κύπρ. Ἆ, μὴ λές ἀτο (μὴ τὸ λέγῃς) Τραπ. Ἡ σημ. αὔτη ἀρχ. Πβ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 295a «ἆ, μὴ μέγα, ὦ Ἱππία, λέγε. ὁρᾷς ὅσα πράγματα ἡμῖν ἤδη παρέσχηκε», ᾿Αριστοφ. Πλ.127 «ἆ, μὴ λέγε, ὦ πόνηρε, ταῦτα», Εὐριπ. Μήδ. 1056 «ἆ. ἆ, μὴ δῆτα, θυμέ, μὴ σύ γ’ ἐργάσῃ τάδε). ζ ) ᾽Απειλὴ κοιν.:Ἀά, κιˬ ἂν σὲ πιˬάσω, τί ἔχω νὰ σοῦ κάμω ! κοιν. η) ’Ανυπομονησία σύνηθ. : Ἆ ἀργεῖς πολύ ! σύνηθ. θ) ᾽Αγανάκτησις, ἀποστροφὴ κοιν.: Ἆ, τὸν ἐλεεινὸ - τὸν πρόστυχο ! Ἆ, μὰ δὲν ὑποφέρεσαι πεˬά.’ Ἆ, μὰ γιˬὰ νὰ σοῦ πῶ, τὸ παράκανες ! Ἆ, μὰ τὸ Θεό !͵ Ἀα μα νὰ σοῦ πῶ! Ἀα, νἀ σωπάσῃς ἐπὶ τέλους! κοιν. ΙΙ Φρ. Ἆ, ποῦ νὰ σὲ πάρ’ ἡ εὐχή ! (εύφημητ. ἀντὶ ό διˬάβολος) κοιν. Ἆ, ποῦ νά ῃ τὸ ἀνάθ-θεμαν ταἱ ἐγέλασέν μου ! Κύπρ. Συνών. ἔ, ὦ. Ἡ σημ. Αὕτη ἤδη παρ᾿ Ὁμ. Λ 441 «ἆ δείλ’, ἦ μάλα δή σε κιχάνεται αἰπὺς ὄλεθρος». ι) Πόνος, ὀδύνη, λύπη, οἶκτος κοιν.: Ἆ, πονῶ ! Ἆ δυστυχία μου ! Ἄα, συφορά μου, τί κακὸ ἦταν αὐτὸ ποῦ ’παθα ! κοιν. Ἆ, κακὸν ποῦ πάθαμεν ! Κύπρ. ᾽Αά, τὴν μάνναν μοι᾽ τ’ ἔχασά την! αὐτὁθ. || Φρ. Ἆ, τὸ τυράγνε͜ια μου ! (ἤτοι πόσον ὑποφέρω, ταλαιπωροῦμαι !) Σίφν. || ᾎσμ. Ἆ, δέ κακὸν ποῦ ἔπαθα τό μαυροκαημένον | νά π-πέσω μέσ᾽ ’ς τὴν φυλατἠν πὄν εἶμαι μαθημένον ! (πὄν ἐκ τοῦ ποῦ δὲν) Κύπρ. Καὶ παρὰ τοῖς ἀρχ. συνήθ. ἡ σημ. Πβ. Ὁμ. Λ 816 « ἆ. δειλοί, Δαναῶν ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, | ὥς ἄρ’ ἐμέλλετε τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης | ἄσειν ἐν Τροίῃ ταχέας κύνας ἀργέτι δημῷ, Εὐριπ. Ρῆσ. 799 «ἆ ἆ, ὀδύνη με τείρει». 2) Ἐπιδοκιμασία, ἀποδοχὴ τῶν λόγων ἢ τῶν πράξεών τινος, συγκατάθεσις (αὕτη συνοδεύεται καὶ ὑπὸ ἀναλόγου κινήσεως τῆς κεφαλῆς) κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.): Ἆ! (καλά, ἔστω) κοιν. β) Συγκατάθεσις ἐκφράζουσα εἰρωνείαν καὶ διά τοῦτο ἰσοδυναμοῦσα πρὸς ἄρνησιν σύνηθ.: ᾿Ἀά, καλά τἀ λές ! (ἤτοι δὲν τὰ λέγεις διόλου καλά). ᾿Αά, καλά τἀ κατάφερες ! (ἤτοι δὲν τὰ ἔκαμες καθόλου καλά, τὰ κατέστρεψες, τὰ ἀφάνισες κττ.). Δῶσε μού το νὰ τὸ βαστάξω. -᾿Αά, γιˬὰ νὰ μοῦ τὸ πάρῃς! σύνηθ. γ) Κατάφασις εἰς ἐρώτησιν παρακολσυθουμένη καὶ ὑπὸ κατανεύσεως τῆς κεφαλῆς, κοιν.: Τὸν εἶδες;-’Αά ! ”Εχεις φασόλιˬα-ψωμί;-᾿͵Αά ! κοιν.Ἦρθες;-’Αχά! Καλάβρυτ. Θὰ πάς ἰκεῖ π᾿ σ’ λέου;-Χαχά ! Χαλκιδ. δ) Κατάφασις ἀτελής, καθ᾿ ἣν ὁ ἐρωτώμενος θέλει νὰ δηλώσῃ ὅτι ἐν μέρει μόνον εἶναι ἀληθὲς τὸ περὶ οὗ ἡ ἐρώτησις σύνηθ.: ᾿Εγινες καλά; Ἆ, Κατάλαβεςτίποτε; Ἆ! ε) ’Αδιαφορία, καθ᾿ ἣν ὁ ἐρωτώμενος κάμνων συγχρόνως καὶ κίνησίν τινα τῆς κεφαλῆς θέλει νὰ δηλώσῃ κατάστασιν οὔτε καλὴν οὔτε κακὴν σύνηθ. :Πῶς εἶσαι;- Ἆ! (δηλ. οὔτε καλά οὔτε κακά). Πῶς σοῦ φαίνεται τὸ πρᾶμα;- Ἆ ! (οὔτε καλὸ οὔτε κακό). 3) Βεβαίωσις κοιν. καὶ Πόντ. (”Οφ. Χαλδ.): Ἆ, τὸ βρῆκες! ! Ἆ, μάλιστα ! Ἆ, ναί, αὐτὸ θέλω νὰ μοῦ πῇς κοιν. Ἆ άτὸ εἶπα νὰ φέρῃς (ἆ, ναί, αὐτὸ σοῦ εἶπα νὰ φέρῃς) ”Οφ. 4) ᾿Ανάμνησις, ὅταν γεγονός τι λησμονηθὲν ἐπανέρχεται ἐξαίφνης εἰς τὴν μνήμην, ὁπότε τὸ ἐπιφών ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὴν φρ. τώρα θυμᾶμαι, κοιν. καὶ Πόντ. (᾿Οφ Χαλδ.):Ἄ, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ ! ᾽Α, τώρᾳ θυμᾶμαι ! Ἆ, τώρᾳ ξέρω πο͜ιὸν λές ! Ἆ, τώρᾳ καταλαβαίνω! Ἆ. λησμόνησα νὰ τοῦ τὸ φέρὧ᾽ ! κοιν.Ἆ, ἐξέρω τίνα λές! ”Οφ. Ἆ, ἕρθεν ’ς σὸ νοῦ μ᾽ ! (ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν μου, ἐνεθυμήθην) Χαλδ. 5) 'Αρνὴσις εἰς ἐρώτησιν παρακολουθουμένη καὶ ὑπὸ ἀνανεύσεως' τῆς κεφαλῆς ίσοδύναμος πρὸς τὸ ὄχι κοιν. καὶ Καππ. ('Ανακ. 'Αραβάν. Σίν. Σινασσ Φερτ.) Πόντ. (᾿Αμισ. Ὄφ. Χαλδ.): Πῆγες ἐκεῖ; -Ἄα !' Σ᾿ ἀρέσει;-Ἄα, δὲ μ’ ἀρέσει! Τό θέλεις; -Ἄα! κοιν. ᾿Εφαγες; -Ἄκα ! Μάν. Πῆγες ᾿ς τοὺ χουρό ; -Ἄκα ! ’Ηπ. Εἶδες άτονα; -Ἄκα, οὐτ εἶδ’ ἆτονα! (οὐτ = οὐχὶ) Ὄφ.᾽Επῆες ἐκεῖ ποῦ εἶπα σε ;-Χάκα ! Χαλδ. Συνών. νάα, νάκα, νάκε. 6) ᾿Απόκρισις άπορηματικὴ ἰσοδὐναμος πρὸς τὴν ἐκφράζομένην διὰ τῶν ἐρωτηματικῶνλέξεων καὶ φρ. τί; πῶς; τί εἶπες; ὁρίστε; Εὔβ. Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Συκεˬὰ Κορινθ. κ.ἀ) : Ποῦ ἤτανι;Ἆ; Ἤπ. Συνών. ἔ ; 7) Ὑπὸ τοὐς τύπ. ἆ καὶ ἀι ἐπιφώνησ. κλητικὴ Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) Κύπρ. Μακεδ. (Νάουσ.) Τσακων. κ.ἀ.: ᾽Α Γεˬώργι.’ Αἶν. Ἆ Μάρου! Θεσσ. Ἆ Νικόλα:! Κύπρ. || ᾎσμ. Ἀσκόπα, δὲ, ἆ βασιλεˬά, νὰ κάμῃς ἕναν χάλιν Κύπρ. Στἐκα, στέκα, ἄι Μαύροζη, μή λές καὶ μὴ καυκε͜ιέσαι Καππ. Τί νὰ σὲ πῶ, ἄι μάννα μου, γιˬατί νὰ μὲ γεννήσῃς ἐδῶ μέσα ’ς τὰ βάσανα, ’ς τὸν ψεύτικο τὸν κόσμο! Σινασσ. Συνών. ἔ, ὦ. 8) Βαυκάλημα πρὸς ἁποκοίμισιν τῶν βρεφῶν ὡς μακρὸς ἕρρινος φθόγγος ἀα-ά ρυθμικῶς ἐπαναλαμβανόμενος ᾿Αθῆν. Κρήτ. Μεγίστ. κ.ἀ.: Φρ. (τῆς παιδικῆς γλώσσης) Ἄ κάμῃ τὀ μωρό μου ἀα-ά (δηλ. θὰ κοιμηθῇ) Μεγίστ. || ᾎσμ. Ἀα-ά, ἔπαρ᾿ τον, νύπνε μ᾽ , ἔπαρ᾿ τον τσαὶ ἄμε ’ς τ’ ἀμπελάτσα, λέ! τσαἰ γέμισε τοὶς ποδιτσες του ἀθ-θοὺς τσαί λουλουδάτσα, λέεέ! (βαυκάλ.) αὐτόθ
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA