ἀββοκᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀββοκᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀββοκᾶτος ὁ, Ζάκ. Κέρκ. Κρήτ. Παξ. ἀββουκᾶτος Κέρκ. Κρήτ. Παξ. Πελοπν. Ρόδ. Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Χίος κ.ἀ. – Γέρ. Κολοκοτρών. 2,58 ἀββουκᾶτους Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Λέσβ. κ.ἀ. ἀφφουκᾶτος Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. avvocato=δικηγόρος. Ἡ λ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. στ. 7528 (ἔκδ. Schmitt). Ὁ τύπ. ἀββουκᾶτος καὶ παρὰ Δουκ. Πβ. GMeyer Neugr. Stud. 4,5.

Σημασιολογία

1)Δικηγόρος, συνήγορός τινος ἐν δικαστηρίῳ Ζάκ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κέρκ. Κρήτ. Λέσβ. Παξ. Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. Ἤθελα πέσουν εἰς ἀββουκάτους καὶ κριτήρια Γέρ. Κολοκοτρών. ἔνθ’ἀν. Ἐσέγκα ἀββουκᾶτον ’ς σὴ δουλεία μ’ (ἔβαλα, ἠτοι ὥρισα δικηγόρον εἰς τὴν ὑπόθεσίν μου) Χαλδ.|| ᾎσμ. Πο͜ιὸς ἧτο ὅπου μίλησε κ’ ἐφάνη ἀββουκᾶτος; Βγάλωμα θέλ’ ἡ γλῶσσα του μ’ ἕνα κομμάτι βάτο Ρόδ. 2)Ὁ ἔχων εὐχέρειαν καὶ πειστικότητα λόγου, εὐφραδὴς Πόντ. (Χαλδ.):Πολλὰ ἀββουκᾶτος ἔν’, ἐμπροστά ’τ’ λόγον νὰ λὲς ’κ’ ἐπορεῖς (πολὺ εὐφραδὴς εἶναι, ἐνώπιόν του δὲν δύνασαι νὰ εἴπῃς λόγον). Ἀββουκάτσα γυναῖκα ἔν’ (εἶναι γυναῖκα ἀββουκάτισσα, εὐφραδὴς).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/