ἀβγομαζεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγομαζεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀβγομαζεύω Κυκλ. Χίος κ.ἀ. ἀβγομαζεύγω Χίος

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγό καί τοῦ ρ. μαζεύω.

Σημασιολογία

1)Μαζεύω τὰ ᾠὰ ἐκ τῆς φωλεᾶς Κυκλ. κ.ἀ. Πβ. ἀβγολογῶ Α1. 2)Κακκάζω μέλλουσα νὰ γεννήσω, ἐπὶ τῆς ὄρνιθος, ἡ ὁποία μέλλουσα νὰ γεννήσῃ ζητεῖ τὸ λεγόμενον πρόσφωλο, ἤτοι τὸ διαρκῶς ἐν τῇ φωλεᾷ μένον ᾠὸν Χίος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀβγολογῶ Β1. 3)Μεταφ. πλησιάζω εἰς τὸ τέρμα τῆς ζωῆς, εἶμαι ἑτοιμοθάνατος (ἡ σημ. αὕτη ἐγεννήθη ἐκ τῆς ἀντιλήψεως ὅτι ὁ μέλλων νὰ ἀποθάνῃ ἑτοιμάζεται τρόπον τινὰ ὡς μέλλων νὰ ἐκτελέσῃ ἀναγκαῖον χρέος, καθὼς ἡ μέλλουσα νὰ γεννήσῃ ὄρνις ἑτοιμάζεται πρὸς τοῦτο κακκάζουσα καὶ ζητοῦσα πρόσφωλο) Χίος. Συνών. ἀβγομαζώνω 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/