ἄβουλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄβουλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Συχνότητα

Σύνηθες

Τυπολογία

ἄβουλος έπίθ. Σύνηθ. ἄβουλους Θρᾴκ. (Αἶν.) Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) κ.ἀ. ἀνέβουλος Θήρ.

Ετυμολογία

Τό ἀρχ. ἐπίθ. ἄβουλος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ σκεπτόμενος καλῶς, ἀσύνετος, ἄκριτος, ἀνόητος ἔνθ᾿ ἀν.: Τοῦτος εἶναι ἄβουλος ἄθρωπος Κρήτ. κ.ἀ.|| Παροιμ. Ἄβουλος νοῦς διπλὸς ὁ κόπος (ἐπὶ τοῦ ἐπιχειροῦντος τι ἄνευ προηγουμένης ὀρθῆς σκέψεως καὶ ὑποβαλλομένου διὰ τοῦτο εἰς κόπον διπλοῦν διὰ τῆς ἐπαναλήψεως τοῦ κακῶς γενομένου ἔργου) Θήρ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κρήτ. Πελοπν. (Μεσσ.) Σῦρ. Χίος (Πβ. ἄβολος, ἄσκοπος). Ἄβουλος βουλὴ δὲν ἔχει, τὸ βρακί του λύ᾿ καὶ δένει (λύ᾿=λύει.Ἐπὶ μωροῦ εἰς μωρὰ πράγματα ἀσχολουμένου) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Γνωμ. Οὑ ἄβουλους οὑ ἄνθρουπους κάμνει κακὸ σὲ λόγου του Λιβύσσ. Ἄβουλος νοῦς κάμνει τὴν τύχην γέρημην (ὁ ἀπερίσκεπτος δυστυχεῖ) Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/