Ἀβραμίκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Ἀβραμίκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Ἀβραμίκος ὁ, Κέρκ. Σῦρ. Ἀbραμίκος Κέρκ.
Ετυμολογία
Τὸ Ἑβρ. ὄν. Avramico.
Σημασιολογία
1)Ἑβραῖος (συνεκδ. ἀπὸ τοῦ πρώτου πατριάρχου καὶ γενάρχου τῶν Ἑβραίων Ἀβραάμ. Ἡ λ. σκωπτικὴ) Κέρκ. 2)Μεταφ. φιλάργυρος (ὡς φιλάργυροι χαρακτηρίζονται γενικῶς ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι, ὁ περιορισμὸς δὲ τῆς σημ. εἰς ἓν ὄν. κατὰ τὸ σχῆμα κατ᾿ ἑξοχὴν) Σῦρ. Ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀβραμίκ-κου τοπων. Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA