ἀγαληˬούτσικα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαληˬούτσικα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀγαληˬούτσικα ἐπίρρ. γαληˬούτσ᾿κα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) γαλούτσικα Κυκλ. κ.ἀ. ἀγαληˬούτσικα Κωνπλ. κ.ἀ. ἀγαληˬούτσ᾿κα Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.) ἀγαλούτσικα Κυκλ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ ἐπιρρ. ἀγάληˬα. Διὰ τὸν τύπ. πβ. μεσν. γαληνούτσικα. Πόλεμ. Τρῳάδ. 10 (ἔκδ. Μαυροφρ. σ. 183) «γαληνά, γαληνούτσικα, τινὰς μὴ τοὺς ἀκούσῃ, | ἔφησεν πρὸς τὸν Ἰασοῦν».
Σημασιολογία
Βραδέως, ἡσύχως ἔνθ᾿ ἀν.: Γαλούτσικα γαλούτσικα ἔφτασ᾿ ἐκεῖ πέρα Κυκλ. Μὴ π᾿λαλῇς, πιρπάτ᾿ ἀγαληούτσ᾿κα Αἰτωλ. Μὶ τρόπου ἀποὺ γαληˬούτσ᾿κα σ᾿κώ᾿ τοὺ κιˬουφάλι τ᾿ λίγου κατ᾿ ἀπάν᾿ Ἀδριανούπ. Κρυφὰ κρυφὰ γαληˬούτσ᾿κα ἔφ᾿κι (ἔφυγε) αὐτόθ. Συνών. ἀγάληˬα 1, ἀπαγάληˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA