ἀγγελοποιητὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγελοποιητὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγγελοποιητὴς ὁ, Ρόδ. Τῆλ.
Ετυμολογία
Ἑκ τῶν οὐσ. ἄγγελος καὶ ποιητής.
Σημασιολογία
1)Ὁ ποιητὴς τῶν ἀγγέλων, ὁ Θεὸς Ρόδ.: ᾎσμ. Ἂ ᾿νέβω θέλω ᾿ς τὸ βουνὶ | νὰ ρίξω δυνατὴ φωνὴ ν᾿ ἀκούσῃ ἀγγελοποιητὴς | νὰ ᾿ρτῇ νὰ δώκῃ τὴν εὐκὴ (᾿ὰ ᾿νέβω=νὰ ἀνέβω. Τὸ ᾆσμ. γαμήλιον). 2)Ὁ ὡς ἄγγελος πεποιημένος, ὡραῖος Τῆλ.: ᾎσμ. Ἀγγελοκαμωμένε μου κιˬ ἀγγελοποιητή μου, ἂς σέ ᾿δασι τὰ μ-μάτιˬα μου κιˬ ἂς ἔβγῃ ἡ ψυχή μου. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελικᾶτος. 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA