ἄγγελος - ἀρχάγγελος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγγελος - ἀρχάγγελος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἄγγελος-ἀρχάγγελος ὁ, Εὔβ. (Κονίστρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ παραθέσεως τῶν οὐσ. ἄγγελος καὶ ἀρχάγγελος.

Σημασιολογία

Παιδιά, καθ᾿ ἣν οἱ παίζοντες ὑπερπηδοῦν ἕνα τῶν συμπαικτῶν κύπτοντα, τὸ ὕψος δὲ τοῦ κύπτοντος καὶ ἡ ἀπόστασις, ἀφ᾿ ἧς γίνεται τὸ ἅλμα, αὐξάνουν τρὶς καθ᾿ ὡρισμένον μέτρον. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀβγάτα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/