ἁγιˬοβήμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬοβήμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγιˬοβήμι τό, Πόντ. (Ὄφ.) ἁιβήμ᾿ Πόντ. (Ὄφ.) ἁιβδήμι Πόντ. (Σούρμ.) ἁιβδήμ᾿ Πόντ. (Ριζ.) ἁεβδήμ᾿ Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἅγιˬο-βῆμα.
Σημασιολογία
Τὸ ἅγιον βῆμα τοῦ ναοῦ ἔνθ᾿ ἀν.: Ὁ παππᾶς ἐσῆβεν ἀπέσ᾿ ᾿ς σ᾿ ἁεβδήμ᾿ (ὁ ἱερεὺς εἰσῆλθεν ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος) Ὄφ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA