ἀγκαθεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκαθεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγκαθεˬὰ ἡ, (II) ἀμάρτ. ἀgαθὲ Δ.Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκαθός.

Σημασιολογία

Ἡ ἀπόστασις, εἰς τὴν ὁποίαν φθάνει ἡ ὀπτικὴ ἀκτὶς τοῦ ὀφθαλμοῦ: Φρ. Τοῦ ἀκλούθα ἀgαθὲς ἀgαθὲς (τὸν ἠκολούθει ἐξ ἀποστάσεως μέν, ἀλλὰ τὸν ἔβλεπε πάντοτε, τὸν εἴχεν ὑπὸ τὰ βλέμματά του). Ζυγώνει ἀgαθὲς ἀgαθὲς (καταδιώκει ἐξ ἀποστάσεως τοιαύτης, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει εἰς αὐτὸν νὰ βλέπῃ τὸν καταδιωκόμενον).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/