ἀγκαλαρεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκαλαρεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκαλαρεύω ἀμάρτ. ἀγκαλαρεύου Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκαλάρι.
Σημασιολογία
Ἱππεύω, καβαλλικεύω, ἐν τῇ συνθηματικῇ γλώσσῃ τῶν ραπτῶν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA