ἄγλειφτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγλειφτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄγλειφτος ἐπίθ. κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γλειφτὸς< γλείφω.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἔλειξέ τις: Ἡ γάττα δὲν ἀφίνει τὰ πιˬάττα ἄγλειφτα. Ἄγλειφτο ἄφησε ἡ ᾿γελάδα τὸ μοσκάρι της. Συνών. ἄγλυφτος 2, ἄλειχτος

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/