ἀγουροθερίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγουροθερίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγουροθερίζω Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ ρ. θερίζω.

Σημασιολογία

Θερίζω τὸν σῖτον ἄωρον ἔτι. Ἡ χρῆσις τῆς λ. μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου: ᾎσμ. Σ᾿ταράκι μ᾿ Ἀλεξανδρινὸ κιˬ ἀγουροθερισμένο, ποῦ σ᾿ ἀγουροθερίσανε τοῦ Χάρου οἱ θεριστᾶδες. Κυπαρισσάκι μ᾿ ἀψηλὸ μὲ τοὺς πολλοὺς τοὺς κλώνους, καὶ πο͜ιὸς σὲ καταράστηκε νὰ ζήσῃς λίγους χρόνους καὶ μέσ᾿ ᾿ς τὸ gάλλιˬο τὸ gαιρὸ σ᾿ ἀγουροθέρισ᾿ ὁ Θεός. Πβ. χλωροθερίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/