ἀγριαγγουρεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριαγγουρεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγριαγγουρεˬὰ ἡ, Ἀμοργ. Ζάκ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) κ.ἀ. ἀγριαgουρεˬὰ Πελοπν. (Λακων.) ἀγριαγγουρκὰ Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. ἀγγουρεˬά.

Σημασιολογία

Τὸ ἀγριόχορτον φυτὸν ἐλατήριον ὁ ἀγριοσίκυς (ecbalium elaterium) τῆς τάξεως τῶν κολοκυνθωδῶν (cucurbitaceae), ὁ τῶν ἀρχαίων ἄγριος σικυός. Ἰδ. ΘΧελδράιχ. 35 καὶ ΠΓεννάδ. 299. Συνών. γαϊδουραγγουρεˬά, πικραγγουρεˬά. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/