ἀγριˬομανητὸ (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριˬομανητὸ (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριˬομανητὸ τὸ, (Ι) ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,210 (ἔκδ. Μαρασλῆ).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγριομανῶ. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀγκουσομανητὸ ἐκ τοῦ ρ. ἀγκουσομανῶ.
Σημασιολογία
Ἡ ὑλομανία, ἡ ὑπερβάλλουσα βλάστησις κλώνων καὶ φύλλων: Ποίημ. Μέσ’ ᾿ς τὸ σκοτάδι τὸ βαθὺ χιλιόχρονο ρουπάκι φοβέριζε τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἀγριˬομανητό του (ρουπάκι=εἶδος δρυός).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA