ἀδειλίνιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδειλίνιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδειλίνιστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀδειλι’στους Θεσσ. Μακεδ. ἀδείλ’νιστος Παξ. ἀδείλ’νιστους Μακεδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δειλινιστὸς<δειλινίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ φαγὼν φαγητὸν κατὰ τὸ δειλινὸν ἔνθ’ ἀν.: Δὲν εἶναι καλὰ κάθε βράδυ τὸ παιδὶ νὰ πέφτῃ ὰδείλ’νιστο Παξ. Κί’σις ἀδειλί’στους κ᾿ ἦρθις ἰδῶ Θεσσ. Σήμιρα κάθ’σα ἀδειλί’στους Μακεδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/