ἀδιβόλιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδιβόλιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδιβόλιστος ἐπίθ. Ἤπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανάδ. κ.ἀ.) ἀδιβό’στους Μακεδ. ἀδ’βό’στους Στερελλ. (Αἰτωλ) ἀδιόλιστος Κύπρ. ἀδιβόλητος Νάξ. (Φιλότ.) ἀδιόλητος Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *διβολιστός<διβολίζω, περὶ οὗ πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 244 καὶ ΧΠαντελίδ. ἐν Λαογρ. 6 (1917) 591. Ὁ τύπ. ἀδιβόλητος ἐκ τοῦ διβολῶ παρὰ τὸ διβολίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐκ δευτέρου ὀργωθείς, ἐπὶ ἀγροῦ ἔνθ’ ἀν.: Ἀδιβόλητο ἐπόμεινε ἐφέτι τὀ χτῆμα Φιλότ. Εἶχα πολλὴν δουλει͜ὰν τσ’ ἄφηκα τὰ χωράφκιˬα μου ἀδιόλιστα Κύπρ. Θὰ μεί’ ἀδιβό’στου τοὺ χουράφ’ κὶ δὲ θὰ μπουρέσου νὰ τοὺ σπείρου Μακεδ. Τό ’χω ἀδ’βό’στου ἀκόμα τοὺ καπνουτόπ᾿ Αἰτωλ. Συνών, ἀδευτέριστος, ἀδευτέρωτος 1 β. Πβ. ἀδιβολοτριβόλιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA