ἄζαπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄζαπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄζαπος ἐπίθ. Πελοπν. (Λάκων.) ἄζαπους Θεσσ. (Καρδίτσ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. ζάπι, δι᾿ ὃ ἰδ. ζάφτι.
Σημασιολογία
1) ᾽Απεριόριστος, ἀνεπιτήρητος, συνήθως ἐπὶ ἀνθρώπου προξενοῦντος διὰ τῶν βοσκημάτων του ζημίας εἰς ἀγρούς, λιβάδια κτλ. Θεσσ. (Καρδίτσ.) 2) Ἄτακτος, ἀνήσυχος, ἀτίθασος Θράκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πελοπν. (Λακων.): Ἄνθρουπους ἄζαπους Χαλκιδ. Μ’ ’λάρ’ ἄζαπου αὐτόθ. Πβ. ἀζάπης, ἀζάπικος, ἀζάπωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA