ἀκαμάτευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαμάτευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκαμάτευτος ἐπίθ. (Ι) Ἄνδρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανάδ.) Πελοπν. (Ἦλ. Λακων. Μεσσ.) Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καματευτὸς < καματεύω.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ ἀγροῦ, ἀνόργωτος, ἀνήροτος τὴν πρώτην ἀροσιν Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανάδ.) Πελοπν. (Ἦλ. Λακων.): Ἀκαμάτευτο χωράφι Λακων. Ἀκαμάτευτο bροβόλι (περιβόλι) Ἀπύρανθ. 2) Ἐπὶ ἐρίου ἢ καννάβεως, ἀκατέργαστος, ἄκλωστος Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀκαμάτευτο καννάβ’ Ὄφ. Συνών. ἄγνεστος, ἀκάματος. 3) Ἐπὶ δοθιῆνος, τραύματος κττ., ὁ μὴ πυορροῶν Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) 4) Ἐπὶ ὑποζυγίου, ἀτιθάσευτος, ἀγύμναστος εἰς ἐργασίαν Ἄνδρ. Πελοπν. (Μεσσ.) Πόντ. (Χαλδ.): Τό ’χω ἀκαμάτευτο τὸ δαμάλι μου Μεσσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA