ἄκλαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄκλαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄκλαστος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) Σύμ. ἄκλαστους Στερελλ. (Εὐρυταν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. κλαστὸς<κλάνω. Πβ. καὶ τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄκλαστος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ παθὼν τὴν ἐπήρειαν τῆς πορδῆς Πόντ. (Κερασ. Οἰν.): Ἄκλαστον στόμαν (πβ. ὑβριστικὴν φρ. νὰ κλὰνω ᾿ς τὸ στόμα σ᾿!) Κερασ. 2) Ἐνεργ. ὁ μὴ περδόμενος πολλαχ.: Ἄκλαστος κόλος δὲ γίνεται πολλαχ. Ἄκλαστους κόσμους (ἐκ παραμυθ. κόσμος ὅπου οἱ ἀνθρωποι δὲν πέρδονται) Εὐρυταν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/