ἀκληρόσκυλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκληρόσκυλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκληρόσκυλλα ἡ, ἀμὰρτ. ἀκλερόσκυλλα Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄκληρος καὶ τοῦ οὐσ. σκύλλα.
Σημασιολογία
Γυνή, τὴν ὁποίαν καταρᾶταί τις νὰ μὴ τεκνοποιήσῃ: Μωρὴ ἀκλερόσκυλλα, ποῦ νὰ μείνῃς ἄκληρη!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA